-
1 ἐμφυσάω
A blow in,ἐς τὰς ῥῖνας Aret.CA1.2
, cf. POxy.1088.37; αὐλητρὶς ἐνεφύσησε breathed into the flute, Ar.V. 1219; οἴνῳ ἐ. Hippiatr.11.III blow up, inflate, τὸ μὲν [ τῆς τροφῆς]ἐμφυσᾶν, τὸ δὲ σαρκοῦν Arist.HA 603b30
;ἐ. τὰς φλέβας Id.Pr. 881b14
:—[voice] Pass., to be inflated or, generally, swollen, Hp.Coac. 154, Arist.HA 524a17, al.: metaph.,τῇ κολακείᾳ ἐμφυσώμενος Clearch.25
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφυσάω
См. также в других словарях:
εμφυσώ — ( άω) (AM ἐμφυσῶ) 1. φυσώ πάνω ή μέσα σε κάποιον, επιπνέω («τοῡτο εἰπὼν ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῑς λάβετε Πνεῡμα Ἅγιον», ΚΔ. Ιω.) 2. εμπνέω σε κάποιον συναισθήματα ή ιδέες αρχ. 1. φυσώ μέσα («αὐλητρὶς ἐνεφύσησεν», Αριστοφ.) 2. φουσκώνω, διογκώνω… … Dictionary of Greek